κωμητις

κωμητις
    κωμῆτις
    -ῐδος ἥ жительница того же района, соседка Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κωμητις" в других словарях:

  • κωμήτις — κωμῆτις, ήτιδος, ἡ (Α) βλ. κωμήτης …   Dictionary of Greek

  • κωμῆτις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμήτιδας — κωμῆτις fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμήτισι — κωμῆτις fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμήτης — κωμήτης, ὁ θηλ. κωμῆτις, ιδος, δωρ. τ. αρσ. κωμέτας (Α) [κώμη] 1. κάτοικος κώμης («τῶν ἄλλων γεωργῶν τε και κωμητῶν», Πλάτ.) 2. γείτονας («ἡ γ ἐμὴ κωμῆτις», Αριστοφ.) 3. (γενικά) κάτοικος («ξένοι, Φεραίας τῆσδε κωμῆται χθονός», Ευρ.) …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»